ἀδελφότητας

ἀδελφότητας
ἀδελφότης
brotherhood
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μπόσκο, Τζοβάνι — (Giovanni Bosco, Καστελνουόβο ντ’ Άστι 1815 – Τορίνο 1888). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, παιδαγωγός και ιδρυτής της αδελφότητας των Σαλεσιανών. Το 1841 χειροτονήθηκε ιερέας και απέκτησε παιδαγωγική εμπειρία στο μικρό Ορατόριο για τα φτωχά… …   Dictionary of Greek

  • Αρέτσο — (Arezzo). Πόλη (91.700 κάτ. το 2002) της Ιταλίας στην περιοχή της Τοσκάνης, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο και σημαντικός συγκοινωνιακός κόμβος. Ακμαία ετρουσκική και αργότερα ρωμαϊκή πόλη, στον Μεσαίωνα… …   Dictionary of Greek

  • Νούκας, Στέφανος — (Δράμιστα Βοΐου 1836 – 1931). Έλληνας λόγιος, κληρικός και εκπαιδευτικός. Σε παιδική ηλικία (μόλις 12 ετών) ξενιτεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε και εκάρη μοναχός (αλλάζοντας το κοσμικό του όνομα Στέργιος σε Στέφανος). Φοίτησε στη… …   Dictionary of Greek

  • Σωφρόνίος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1 Σ. Α’ πατριάρχης Ιεροσολύμων. > Σωφρόνιος, όνομα πατριαρχών των Ιεροσολύμων (1). 2. Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Πολυμαθής και μελετητής των Γραφών. Κατά τους Συναξαριστές ήταν επίσκοπος της Κωνστάντιας… …   Dictionary of Greek

  • Велудис, Иоаннис — Иоаннис Велудис Ιωάννης Βελούδης Дата рождения: 1811 год(1811) Место рождения: Венеция …   Википедия

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ναζαρηνός — ή, ὁ (Μ Ναζαρηνός, ή, όν) 1. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για τον Ιησού) αυτός που κατάγεται από την Ναζαρέτ, Ναζωραίος 2. (στον πληθ. ως ουσ.) οι Ναζαρηνοί μέλη τής Αδελφότητας τού Αγίου Λουκά την οποία συγκρότησαν στις αρχές τού 19ου αιώνα νεαροί… …   Dictionary of Greek

  • Ροδόσταυροι — οι, Ν μέλη μιας παγκόσμιας αδελφότητας τα οποία πιστεύουν ότι είναι κάτοχοι και κληρονόμοι τής αρχαίας εσωτερικής απόκρυφης σοφίας …   Dictionary of Greek

  • αγιοταφίτης — ο (θηλ. ισσα) [Άγιος Τάφος] 1. μοναχός ή προσκυνητής τού Αγίου Τάφου 2. μέλος τής Αγιοταφιτικής αδελφότητας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”